- ζημιοῦν
- ζημιόωcause losspres part act masc voc sgζημιόωcause losspres part act neut nom/voc/acc sgζημιόωcause losspres inf act (epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отъщетити — ОТЪЩЕ|ТИТИ (27), ЧОУ, ТИТЬ гл. 1. Причинить вред, ущерб, убыток: паче похѹленѹ быти || неже хѹлити. обидимѹ быти а не обидѣти. отъштетитисѧ а не отъштетити. (ἀποστερεῖν) Изб 1076, 105–106; то же ПрЮр XIV2, 174а; ЗЦ XIV/XV, 43а; тъщетѹ бо и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
HOMICIDII Causa — Athanis in Areopago disceptari olim solita est, ex lege, Δικάζειν δὲ την` βουλην` εν Α᾿ρείῳ πάγῳ φόνου καὶ τραύματος ἐκ προνοίας καὶ πυρκαίας καὶ φαρμάκων ἐάν τις ἀποκτείνῃ δοὺς, Senatus Areopagiticus ius dicito de caede, aut vulnere, non casu,… … Hofmann J. Lexicon universale
PRODITOR — apud Athenienses morte multatus est, neque intra Articae fines sepultus et bona illius publicata: ex Lege, Ε᾿άν τις ἢ πὁλιν προδιδῶ, ἢ τὰ ἱερὰ κλέπτῃ, κριθέντα εν δικαςτηρίῳ, αν καταγνώςθῃ, μὴ ταφῆναι εν τῇ Α᾿ττικῇ: τὰ δὲ χρήματα αὐτοῦ δημόσια… … Hofmann J. Lexicon universale
πληγή — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α 1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναί δ. «πληγὰς… … Dictionary of Greek